αριστοκρατικός

αριστοκρατικός
-ή, -ό (Α ἀριστοκρατικός, -ή, -όν) [αριστοκρατία]
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει στη τάξη των ευγενών, ευπατρίδης, αριστοκράτης
2. ο οπαδός του αριστοκρατικού πολιτεύματος
3. αυτός που αρμόζει, που ταιριάζει σε αριστοκράτες
4. αυτός που αναφέρεται σε άτομα αριστοκρατικής καταγωγής ή κατ' επέκταση σε άτομα που ανήκουν σε πλούσια οικογένεια
αρχ.
ο σχετικός με την τάξη των αριστοκρατών ή το πολίτευμα της αριστοκρατίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀριστοκρατικός — aristocratical masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αριστοκρατικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αριστοκρατία (βλ. λ.). 2. αυτός που υποστηρίζει το αριστοκρατικό πολίτευμα: Οι αριστοκρατικοί στην αρχαιότητα συχνά φέρθηκαν πολύ σκληρά στους δημοκρατικούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀριστοκρατικά — ἀριστοκρατικός aristocratical neut nom/voc/acc pl ἀριστοκρατικά̱ , ἀριστοκρατικός aristocratical fem nom/voc/acc dual ἀριστοκρατικά̱ , ἀριστοκρατικός aristocratical fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστοκρατικῶν — ἀριστοκρατικός aristocratical fem gen pl ἀριστοκρατικός aristocratical masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστοκρατικόν — ἀριστοκρατικός aristocratical masc acc sg ἀριστοκρατικός aristocratical neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αλαμάνοι — Αριστοκρατικός οίκος από την Προβηγκία που εγκαταστάθηκε στη δυτική Πελοπόννησο κατά την Δ’ Σταυροφορία (1204). Ιδρυτής του οίκου στην Ελλάδα και πρώτος βαρόνος των Πατρών υπήρξε ο Μισέρ Γουλιάμος Αλαμανός. Οι συνεχείς προστριβές των Α. με τον… …   Dictionary of Greek

  • ἀριστοκρατικαῖς — ἀριστοκρατικός aristocratical fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστοκρατικαί — ἀριστοκρατικός aristocratical fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστοκρατικοῖς — ἀριστοκρατικός aristocratical masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστοκρατικοί — ἀριστοκρατικός aristocratical masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”