- αριστοκρατικός
- -ή, -ό (Α ἀριστοκρατικός, -ή, -όν) [αριστοκρατία]νεοελλ.1. αυτός που ανήκει στη τάξη των ευγενών, ευπατρίδης, αριστοκράτης2. ο οπαδός του αριστοκρατικού πολιτεύματος3. αυτός που αρμόζει, που ταιριάζει σε αριστοκράτες4. αυτός που αναφέρεται σε άτομα αριστοκρατικής καταγωγής ή κατ' επέκταση σε άτομα που ανήκουν σε πλούσια οικογένειααρχ.ο σχετικός με την τάξη των αριστοκρατών ή το πολίτευμα της αριστοκρατίας.
Dictionary of Greek. 2013.